Με τον όρο Νοητική Υστέρηση αναφερόμαστε σε μια παθολογική κατάσταση , όπου η νοητική ικανότητα χαρακτηρίζεται ως χαμηλότερη από τον μέσο όρο των ατόμων της ίδιας χρονολογικής ηλικίας. Η νοητική υστέρηση εκδηλώνεται στην περίοδο ανάπτυξης ( δηλαδή 0-16 ετών) με το παιδί να παρουσιάζει μεταξύ άλλων, μειωμένες ικανότητες μάθησης, κινητική ή/και λεκτική ανωριμότητα, μειωμένη αντίληψη, μικρή ικανότητα προσαρμογής και κοινωνικής ένταξης. Η διάγνωση γίνεται από ψυχολόγους με τη χρήση σταθμισμένων ψυχομετρικών εργαλείων (tests), όπως είναι το WISC, το Raven , κά τα οποία και εξετάζουν τη γενική νοημοσύνη , τη λεκτική και πρακτική ικανότητα, και άλλες υποκλίμακες που αφορούν ειδικότερες λειτουργίες αντίληψης, όπως το λεξιλόγιο, η σειροθέτηση, η αριθμητική ικανότητα, η μνήμη, η ικανότητα ολοκλήρωσης, κτλ. Η προσέγγιση του παιδιού με νοητική υστέρηση είναι πολύπλευρη και οφείλει να είναι καλά συντονισμένη, για όλους τους τομείς ανάπτυξης του παιδιού. Τα προγράμματα παρέμβασης είναι τόσο θεραπευτικά ( εργοθεραπεία, λογοθεραπεία, ειδική διαπαιδαγώγηση) όσο και εκπαιδευτικά ( ειδική εκπαίδευση), ενώ υποστήριξη και τροποποίηση χρειάζονται τόσο το οικογενειακό περιβάλλον όσο και το εκπαιδευτικό /σχολικό πλαίσιο. |
Η πρώιμη παρέμβαση και η έγκαιρη έναρξη των θεραπευτικών και εκπαιδευτικών προγραμμάτων βοηθά σημαντικά τα παιδιά με νοητική υστέρηση στο να έχουν μια καλύτερη πρόγνωση για τη μελλοντική τους πρόοδο και αυτονομία.